μοσχοβολώ

μοσχοβολώ
(ε) αμετ. см. μοσκοβολω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μοσχοβολώ" в других словарях:

  • μοσχοβολώ — έω και μοσκοβολώ, άω [μοσχοβόλος] αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, μοσχομυρίζω, ευωδιάζω …   Dictionary of Greek

  • ευωδιάζω — (ΑΜ εὐωδιάζω) [ευωδία] 1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ 2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τόν κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.) αρχ. παθ. εὐωδιάζομαι μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβόλημα — και μοσκοβόλημα, το [μοσχοβολῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοσχοβολώ, ευωδιαστή μυρωδιά, μεθυστικό άρωμα, ευωδιά («από σε τα γιασεμιά θα τό πήρανε το μοσκοβόλημά τους», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ανθομυρίζω — ευωδιάζω, μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • ευωδίζω — (Μ εὐωδίζω, Α ως αποθ. εὐωδίζομαι) [ευώδης] νεοελλ. δίνω σε κάτι ευωδιά, τού χαρίζω μυρωδιά, τό κάνω να μοσχοβολά, τό αρωματίζω μσν. μοσχοβολώ, αναδίδω ευωδία αρχ. ευωδίζομαι αισθάνομαι ευωδία, νιώθω μυρωδιά …   Dictionary of Greek

  • ευωδώ — άω (ΑΜ εὐωδῶ, έω) [ευώδης] ευωδιάζω, είμαι ευώδης, μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω («σαν περιβόλι ευώδησε», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • ιδρώνω — (ΑΜ ἱδρῶ, όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς] εκκρίνω ιδρώτα νεοελλ. 1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του») 2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος») 3. κάνω κάποιον να ιδρώσει 4 …   Dictionary of Greek

  • μοσκοβολώ — και, άω βλ. μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβολιά — και μοσκοβολιά και μοσκοβόλια, η [μοσχοβολώ] το μοσχοβόλημα, μεθυστικό άρωμα («που τη σταχτή μοσχοβολιά ρουφούνε και το μύρο», Γρυπ.) …   Dictionary of Greek

  • μοσχομυρίζω — και μοσκομυρίζω (Μ μοσχομυρίζω και μουσκομυρίζω) 1. αναδίδω μυρωδιά μόσχου, ευωδιάζω, μοσχοβολώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μοσχομυρισμένος και μοσκομυρισμένος, η, ο ευωδιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + μυρίζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»